Αν υπήρχε μόνο μία φράση που να περικλείει όλη τη σημασία των παραμυθιών, αυτή θα ανήκε δικαιωματικά στον Albert Einstein :
“If you want your children to be intelligent, read them fairy tales.
If you want them to be more intelligent, read them more fairy tales.”
Κάθε Τετάρτη ο μεγάλος μου γιος βγαίνει από την τάξη του στο ελληνικό σχολείο, κρατώντας ενθουσιασμένος το καινούργιο του βιβλίο. Η δασκάλα του πήρε την πρωτοβουλία να αξιοποιήσει τα παραμύθια που βρήκε στα ράφια της τάξης και οργανώνοντας τα, ίδρυσε το θεσμό της Δανειστικής Βιβλιοθήκης. Τα παιδιά κάθε εβδομάδα μπαίνουν στη διαδικασία να διαλέξουν μόνα τους ένα παραμύθι και να το πάρουν μαζί τους στο σπίτι. Το διαβάζουμε μαζί πολλές φορές και στο τέλος της εβδομάδας εκείνος ζωγραφίζει στο φύλλο εργασίας που το συνοδεύει ό,τι του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Γράφει από πάνω το όνομα του όπως μπορεί και εγώ συμπληρώνω τον τίτλο του βιβλίου. Εννοείται ότι το φυλάμε σαν κόρη οφθαλμού – ειδικά μακριά από τον μικρό του αδερφό – καθώς γνωρίζουμε ότι πρέπει να το επιστρέψουμε στην κατάσταση που το βρήκαμε. Στο επόμενο μάθημα ανελιππώς το επιστρέφουμε, προκειμένου να πάρουμε το επόμενο – δε θέλουμε να χάσουμε ούτε μία ευκαιρία να ταξιδέψουμε με τη φαντασία μας σε ένα καινούργιο κόσμο. Με τον τρόπο αυτό άλλωστε διασφαλίζεται η σωστή λειτουργία της δανειστικής βιβλιοθήκης και ταυτόχρονα επιτελούνται πολλοί διαφορετικοί σκοποί όσον αφορά στα παιδιά :
– Έχουν την ευκαιρία να διαβάσουν πολύ περισσότερα βιβλία από αυτά που βρίσκονται στα ράφια της δικής τους βιβλιοθήκης. Ειδικά στην περίπτωση παιδιών που μεγαλώνουν στο εξωτερικό και δεν έχουν εύκολη πρόσβαση σε βιβλία της γλώσσας τους, ο συγκεκριμένος στόχος είναι σχεδόν ιερός
– Εμπλέκονται στη διαδικασία γραφής και αναπαραγωγής λόγου. Εκτός από το φύλλο εργασίας, όπου ζωγραφίζουν ή γράφουν ότι θυμούνται από το βιβλίο, σε κάθε μάθημα τους δίνεται η ευκαιρία να αναπαράγουν την ιστορία που διάβασαν, με όποιο τρόπο και όσο μπορούν
– Αποκτούν υπευθυνότητα. Ενημερώνονται τόσο από τη δασκάλα, όσο και από τους γονείς τους, για το ρόλο τους στην εύρυθμη λειτουργία της βιβλιοθήκης. Αναλαμβάνουν να προσέχουν τα βιβλία, τα οποίο γνωρίζουν πολύ καλά ότι αποτελούν ιδιοκτησία άλλων και μαθαίνουν να τα σέβονται.
Αν στο νηπιαγωγείο του παιδιού σας δεν λειτουργεί μέχρι τώρα δανειστική βιβλιοθήκη, μπορείτε να προτείνετε εσείς την ίδρυση της. Αν πάλι δεν επαρκούν τα βιβλία, μπορεί κάθε παιδί να προσφέρει ένα, δύο από τα δικά του – είναι σίγουρο ότι τα παιδιά θα χαρούν ιδιαίτερως να συνδράμουν και μάλλον θα νιώσουν ακόμη πιο υπεύθυνα στη συνέχεια. Η δανειστική βιβλιοθήκη μπορεί επίσης να λειτουργήσει άτυπα ανάμεσα σε φίλους. Την επόμενη φορά που θα πάτε επίσκεψη σε φιλικό σπίτι, μπορείτε να ανταλλάξετε βιβλία. Και μετά ξανά και ξανά. Τέλος, μην αμελήσετε να ψάξετε αν υπάρχει βιβλιοθήκη στη γειτονιά σας. Βγάλτε τους μια κάρτα και αρχίστε να την επισκέπτεστε όσο το δυνατόν πιο συχνά. Μην ξεχνάτε : η καλύτερη τροφή της φαντασίας είναι τα παραμύθια (Ευγένιος Τριβιζάς). Και το καλύτερο είναι ότι δε σε χορταίνει ποτέ…Αυτό ακριβώς άλλωστε είναι το μήνυμα που περνάει η φετινή καμπάνια του IBBY (International Board on Books for Young people) για την Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου που γιορτάζεται κάθε χρόνο ανήμερα των γενεθλίων του μεγάλου παραμυθά Hans Christian Andersen (02 Απριλίου 1805). Το κείμενο επιμελήθηκε η Βραζιλιάνα συγγραφέας Luciana Sandroni.
Μια φορά και έναν καιρό ήταν…μία πριγκίπισσα; Όχι. Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια βιβλιοθήκη. Και ήταν και ένα κορίτσι που το έλεγαν Λουίζα που πήγε στη βιβλιοθήκη για πρώτη φορά. Το κορίτσι περπάτησε αργά, σέρνοντας μια τεράστια σχολική τσάντα με ρόδες. Κοιτούσε τα πάντα γύρω της έκπληκτη : ράφια και περισσότερα ράφια γεμάτα με βιβλία…τραπέζια, καρέκλες, χρωματιστά μαξιλάρια, ζωγραφιές και αφίσες στους τοίχους.
«Έφερα μια φωτογραφία μου”, είπε ντροπαλά στη βιβλιοθηκάριο. «Τέλεια, Λουίζα! Θα φτιάξω την κάρτα σου για τη βιβλιοθήκη. Εντωμεταξύ, εσύ μπορείς να διαλέξεις ένα βιβλίο για να πάρεις σπίτι, εντάξει;». «Μόνο ένα;» ρώτησε, απογοητευμένη. Ξαφνικά, χτύπησε το τηλέφωνο και η βιβλιοθηκάριος έφυγε, αφήνοντας το κορίτσι με το δύσκολο έργο της επιλογής ενός βιβλίου από εκείνη τη θάλασσα βιβλίων στα ράφια. Η Λουίζα, σέρνοντας τριγύρω την τσάντα της, έψαχνε και έψαχνε, μέχρι που βρήκε το αγαπημένο της : Χιονάτη. Ήταν ένα αντίτυπο με σκληρό εξώφυλλο και πανέμορφες εικόνες.
Με το βιβλίο στο χέρι, έσυρε ξανά την τσάντα της και, όπως έκανε να φύγει, κάποιος τη χτύπησε στον ώμο. Το κορίτσι παραλίγο να πέσει κάτω από την έκπληξη : δεν ήταν άλλος από τον Παπουτσωμένο Γάτο με το βιβλίο του στα χέρια του ή μάλλον στις πατούσες του! «Τι κάνεις; Πώς είσαι;», τη ρώτησε με σεβασμό. «Λουίζα, δεν έχεις μάθει ήδη ό,τι ήταν να μάθεις για τις ιστορίες με πριγκίπισσες; Γιατί δεν παίρνεις το δικό μου βιβλίο, ο Παπουτσωμένος Γάτος, που έχει περισσότερη πλάκα;». Η Λουίζα, αποσβολωμένη, με μάτια γουρλωμένα, δεν ήξερε τι να πει. «Τι συνέβη; Σου έφαγε η γάτα τη γλώσσα;», αστειεύτηκε εκείνος. «Είσαι αλήθεια ο Παπουτσωμένος Γάτος;!». «Ναι, αλήθεια. Με σάρκα και οστά! Λοιπόν, πάρε με στο σπίτι σου και θα μάθεις τα πάντα για την ιστορία μου και τον Μαρκήσιο του Καραμπά». Το κορίτσι, μπερδεμένο, απλά κούνησε το κεφάλι του συμφωνώντας.
Ο Παπουτσωμένος Γάτος, με μια μαγική βουτιά, μπήκε ξανά στο βιβλίο, και καθώς η Λουίζα έφευγε κάποιος τη χτύπησε ξανά στον ώμο. Ήταν εκείνη : λευκή σαν χιόνι, μάγουλα σαν τριαντάφυλλα, και μαλλιά τόσο μαύρα σαν τον έβενο. Ξέρετε ποια ήταν; «Η Χιονάτη!;», είπε η Λουίζα, εντελώς σοκαρισμένη. «Λουίζα, πάρε κι εμένα μαζί σου. Αυτό το αντίτυπο», είπε δείχνοντας το βιβλίο, «είναι πιστή μεταφορά της ιστορίας από τους αδελφούς Grimm». Όταν το κορίτσι ήταν έτοιμο να αλλάξει πάλι βιβλίο, ο Παπουτσωμένος Γάτος έμοιαζε πολύ ενοχλημένος : «Χιονάτη, η Λουίζα αποφάσισε ήδη. Πήγαινε πίσω στους έξι νάνους σου». «Εφτά! Και δεν έχει αποφασίσει ακόμη!», φώναξε η Χιονάτη κόκκινη από θυμό. Και οι δύο κοίταξαν το κορίτσι περιμένωντας μια απάντηση : «Δεν ξέρω ποιο να πάρω. Θέλω να τα πάρω όλα…».
Ξαφνικά, εντελώς αναπάντεχα, συνέβη το πιο περίεργο πράγμα : όλοι οι χαρακτήρες άρχισαν να βγαίνουν από τα βιβλία τους : η Σταχτοπούτα, η Κοκκινοσκουφίτσα, η Ωραία Κοιμωμένη και η Ραπουνζέλ. Μια ομάδα από αληθινές πριγκίπισσες. «Λουίζα, πάρε μας μαζί σου!», παρακάλεσαν όλες. «Χρειάζομαι μόνο ένα κρεβάτι για να κοιμηθώ λίγο», χασμουρήθηκε η Ωραία Κοιμωμένη. «Μόνο εκατό χρόνια, λίγο», κορόιδεψε ο Παπουτσωμένος Γάτος. Η Σταχτοπούτα άρχισε, «Μπορώ να καθαρίσω το σπίτι, αλλά τη νύχτα πρέπει να πάω σε ένα πάρτυ στο κάστρο του…» «Του πρίγκιπα!» φώναξαν όλοι. «Στο καλάθι μου έχω κέικ και κρασί. Θέλει κανείς;», ρώτησε η Κοκκινοσκουφίτσα.
Μετά από αυτό, περισσότεροι χαρακτήρες εμφανίστηκαν : το Ασχημόπαπο, το Κοριτσάκι με τα Σπίρτα, το Μολυβένιο Στρατιωτάκι και η Μπαλαρίνα. «Luisa, μπορούμε να έρθουμε μαζί σου; Είμαστε οι χαρακτήρες του Andersen», ρώτησε το Ασχημόπαπο, το οποίο δεν ήταν αλήθεια τόσο άσχημο. «Είναι ζεστό το σπίτι σου;», ρώτησε το Κοριτσάκι με τα Σπίρτα. «Αααα, αν υπάρχει τζάκι, καλύτερα να μείνουμε εδώ…», σχολίασε το Μολυβένιο Στρατιωτάκι και η Μπαλαρίνα.
Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, ανταπάντεχα, ένας τεράστιος λύκος με κοφτερά δόντια εμφανίστηκε μπροστά τους : «Ο Μεγάλος Κακός Λύκος!!!». «Λύκε, τι μεγάλο στόμα που έχεις!» αναφώνησε από συνήθεια η Κοκκινοσκουφίτσα. «Θα σε προστατέψω!» είπε γενναία το Μολυβένιο Στρατιώτάκι.Τότε ήταν που ο Μεγάλος Κακός Λύκος άνοιξε το τεράστιο στόμα του και…Τους έφαγε όλους; Όχι. Μόνο χασμουρήθηκε κουρασμένος και μετά είπε ήσυχα : «Ηρεμήστε όλοι. Ήθελα μόνο να πω μια ιδέα. Η Luisa θα μπορούσε να πάρει το βιβλίο της Χιονάτης , και θα μπορούσαμε να μπούμε μέσα στην τσάντα της, που είναι αρκετά μεγάλη για όλους μας. Όλοι σκέφτηκαν ότι η ιδέα ήταν πολύ καλή : «Θα μπορούσαμε, Luisa;» ρώτησε το Κοριτσάκι με τα Σπίρτα, που έτρεμε από το κρύο. «Εντάξει!» είπε το κορτίσι, ανοίγοντας την τσάντα της. Οι ήρεωες των παραμυθιών έκαναν μια γραμμή και άρχισαν να μπαίνουν μέσα : «Πρώτα οι πριγκίπισσες!» απαίτησε η Σταχτοπούτα.
…Μπήκαν όλοι μέσα. Η τσάντα ήταν πιο βαριά από ποτέ. Οι ήρωες ήταν τόσο βαρείς! Η Λουίζα πήρε το βιβλίο της Σταχτοπούτας και η βιβλιοθηκάριος το κατέγραψε στην κάρτα. Λίγο αργότερα, το κορίτσι επέστρεψε στο σπίτι πολύ χαρούμενο, και η μητέρα της της φώναξε μέσα από το σπίτι :
“Γύρισες, αγάπη μου;»
“Γυρίσαμε!».