12.10. To Anker Uhr έχει μόλις ξεκινήσει τις μελωδίες του. Η αργοπορία του δε συνάδει με την ακρίβεια της αυστριακής πρωτεύουσας, άλλα μάλλον αυτό του δίνει μια άλλη χάρη. Έχει τόση πλάκα να περνάω μπροστά του και να βλέπω τους μυριάδες τουρίστες να τσεκάρουν τα ρολόγια τους συνεχώς μετά τις 12. Μα γιατί δεν αρχίζει;;; Όμως εγώ ξέρω και χαμογελάω μόνη μου. Δεν είμαι τουρίστρια. Ζω εδώ, στο κέντρο της Βιέννης. Και την ξέρω πια καλά, με τα όμορφα και τα στραβά της. Ποτέ δε φανταζόμουν όταν ήρθα ως φοιτήτρια ότι θα ξαναζούσα εδώ κάποια στιγμή και μάλιστα στην καρδιά της πόλης. Κι όμως να πώς τα φέρνει η ζωή. Κι έτσι έχω την ευκαιρία να γεύομαι τους διαφορετικούς ρυθμούς της κάθε εποχή.
Σήμερα έχει καλοκαίρι. Κι ας είναι ήδη 10 Σεπτέμβρη. Έχω αφήσει επίτηδες ανοιχτά τα παράθυρα για να αφουγκράζομαι τους ήχους. Οι αμαξάδες δίνουν και παίρνουν. Ακούω συνεχώς άλογα να περνούν κάτω στο στενό. Είναι πλακόστρωτο και πανέμορφο, γι’αυτό το προτιμούν. Βγαίνω στο μπαλκόνι να απολαύσω περισσότερο τις μελωδίες. Μαζί με τα πατήματα των αλόγων και τις παλιές σκεπές γύρω μου, μοιάζουν να έχουν βγει από παραμύθι. Παραμυθένια Βιέννη…
Οι μελωδίες σταμάτησαν. Ραντεβού αύριο πάλι. Την ίδια ώρα. Για δυο εβδομάδες ακόμα. Και μετά θα έρθει πάλι η ώρα του αποχαιρετισμού. Αυτή τη φορά άραγε για πόσο; Άγνωστο. Την επόμενη φορά πάντως θα ανήκω κι εγώ στους χιλιάδες τουρίστρες που την κατακλύζουν. Και μάλλον θα θέλω να τα δω όλα, να τα ξαναθυμηθώ, να ζήσω πάλι λίγο στο παρελθόν. Και δε θα ξεχάσω να περάσω μπροστά από το ρολόι. Εγώ όμως θα ξέρω ακόμα. 12.10. Όχι 12.00. Κάποια πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ. Όπως και η αγάπη μου για τη Βιέννη. Εις το επανιδείν.